- αναίσθητος
- -η, -ο (Α ἀναίσθητος, -ον)1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος4. αυτός που έχασε τις αισθήσεις του, λιπόθυμοςαρχ.1. ο νωθρός κατά την αντίληψη, ανόητος, βλάκας2. αυτός που δεν τόν αισθάνεται κανείς3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσθητονη αναισθησία4. φρ. «ἀναισθήτως ἔχω», είμαι αναίσθητος ή αδιάφορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰσθητός < αἰσθάνομαι.ΠΑΡ. αναισθησία, αναισθητώνεοελλ.αναισθητήριος, αναισθητίαση, αναισθητίζω, αναισθητικός.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναισθητοποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.